- ξετσιπώνομαι
- ξετσιπώθηκα, ξετσιπωμένος, γίνομαι αδιάντροπος, χάνω την ντροπή μου, την τσίπα μου: Ξετσιπώθηκε εντελώς και δε λογαριάζει τίποτε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξετσιπώνομαι — ξετσιπώνομαι, ξετσιπώθηκα βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξετσίπωμα — το [ξετσιπώνομαι] έλλειψη ντροπής, αναίδεια, αναισχυντία, ξετσιπωσιά … Dictionary of Greek
ξετσιπώνω — 1. αφαιρώ την τσίπα, την πέτσα, την κρούστα 2. (το παθ.) ξετσιπώνομαι χάνω την τσίπα μου, χάνω την ντροπή μου, γίνομαι αναίσχυντος, αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τσίπα «πέτσα, ντροπή»] … Dictionary of Greek